κακώνω

κακώνω
(AM κακῶ, -όω, Μ και κακώνω)
[κακός]
κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον
μσν.
1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι
2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι
κρατώ κακία σε κάποιον
β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακωμένος, -η, -ον
α) κακός
β) κακοποιημένος, ταλαιπωρημένος
μσν.-αρχ.
1. βλάπτω, καταστρέφω
2. εξοργίζω, εξερεθίζω κάποιον
3. λυπούμαι, υποφέρω*
αρχ.
βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κακή κατάσταση, πάσχω, υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
2. (για τον αέρα) βλάπτω φυτό
3. παθ. κακώνομαι
ιατρ. χειροτερεύω, πάω στο χειρότερο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάκωμα — κάκωμα, τό (Μ) [κακώνω] 1. κακή πράξη 2. πάθημα, δυστυχία …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • κακώ — κακῶ, όω (AM) βλ. κακώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”